- πυρώδης
- (I)-ες / πυρώδης, -ῶδες, ΝΜΑ [πῡρ]1. ο όμοιος με τη φωτιά2. έμπυρος, διάπυρος, πύρινος3. μτφ. φλογερός, ορμητικός (α. «πυρώδες βλέμμα» β. «ὄμματα πυρώδη», Εμπ.)4. αυτός που έχει το χρώμα τής φωτιάςαρχ.1. ιατρ. αυτός που προμηνύει φλεγμονή, ερεθισμένος («πυρῶδες ἕλκος», Ιπποκρ.)2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυρῶδεςα) πυρώδης ή θερμή ουσίαβ) (για τον Αχιλλέα) η ορμητική φύση («καταστέλλειν τὸ πυρῶδες αὐτοῡ δυναμένην [τὴν κιθάραν]», Αθήν.)3. (το ουδ. ως επίρρ.) πυρωδῶς*.επίρρ...πυρωδῶς Ακατά τρόπο πυρώδη.————————(II)-ώδες, Α [πυρός]όμοιος με σιτάρι, σιταρένιος («πλὴν σιλφίου καὶ πυρωδῶν τινων καρπῶν», Στράβ.).
Dictionary of Greek. 2013.